- ἀνάπωτις
- ἀνάπωτις,A v. ἄμπωτις:—Adj. [full] ἀναπωτικός, ή, όν, Eust.1719.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάπωτις — ἀνάπωτις ( ιδος), η (Α) η άμπωτη* … Dictionary of Greek
ἀνάπωτις — being sucked back fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπωτιν — ἀνάπωτις being sucked back fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek